- κάλικα
- κάλικα, ἡ, only in gen. pl. καλικῶν, = Lat.A caliga, boot, Edict. Diocl.9.5, al.:—hence [full] κᾰλῐκαρικός, ή, όν, belonging to boots, φόρμαι ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάλικα — κάλικα, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. πληθ. καλικῶν) υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliga βλ. και καλίγα] … Dictionary of Greek
καλίκης — κάλικα caliga fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίγα — και καλίκα, η (AM καλίγα) βλ. καλίγι και κάλικα … Dictionary of Greek
καλίγη — και καλίκη και κάλικα, ἡ (AM) 1. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα 2. (γενικά) υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliga «στρατιωτικό υπόδημα»] … Dictionary of Greek
καλικαρικός — καλικαρικός, ή, όν (Α) [κάλικα] αυτός που αναφέρεται στα υποδήματα … Dictionary of Greek